- μακροστομία
- ηιατρ. συγγενής δυσμορφία που συνίσταται σε ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη επέκταση τής στοματικής σχισμής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrostomia < macro- (< μακρ[ο]-*) + -stomia (< -στόμος < στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.